αλαφρόμυαλος

αλαφρόμυαλος
η , ο легкомысленный, взбалмошный; глупый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αλαφρόμυαλος" в других словарях:

  • αλαφρόμυαλος — η, ο επιπόλαιος, μωρός, ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + μυαλό. ΠΑΡ. νεοελλ. αλαφρομυαλιά] …   Dictionary of Greek

  • αλαφρόμυαλος — η, ο επιπόλαιος, ανόητος, μωρός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλαφρο- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα στη λαϊκότερη κυρίως γλώσσα, σε διαλέκτους, στη γλώσσα τής λογοτεχνίας, αλλά και στην κοινή νεοελληνική. Η προέλευση του είναι διττή: α) από το επίθ. αλαφρός (ελαφρός) στη… …   Dictionary of Greek

  • αλαφροζυγιάζω — και αλαφροζυγίζω 1. (για ζυγαριά, πλάστιγγα κ.λπ.) ζυγίζω ελαφρά, δείχνω βάρος κατώτερο από το πραγματικό 2. έχω ελαφρό βάρος, δεν είμαι βαρύς 3. είμαι ανόητος, αλαφρόμυαλος 4. μέσ. (για πτηνά) πετώ ελαφρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + ζυγιάζω] …   Dictionary of Greek

  • αλαφροκέφαλος — η, ο επιπόλαιος, ανόητος (πρβλ. αλαφρόμυαλος). [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ελαφροκέφαλος. ΠΑΡ. νεοελλ. αλαφροκεφαλιά] …   Dictionary of Greek

  • αλαφρομυαλιά — η [αλαφρόμυαλος] έλλειψη σοβαρότητας, επιπολαιότητα, ανοησία …   Dictionary of Greek

  • αλαφρονούσης — ούσα, ούσικο αλαφρόμυαλος, επιπόλαιος, ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + νους] …   Dictionary of Greek

  • αλαφροπαλάντζα — η 1. παλάντζα που δεν λυγίζει σωστά 2. άνθρωπος αλαφρόμυαλος, ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + παλάντζα] …   Dictionary of Greek

  • ελαφρόμυαλος — η, ο αλαφρόμυαλος, επιπόλαιος, απερίσκεπτος …   Dictionary of Greek

  • ελαφροκέφαλος — η, ο επιπόλαιος, αλαφρόμυαλος, ανόητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επιπόλαιος — η, ο επίρρ. α 1. που βρίσκεται στην επιφάνεια, που δεν προχωρεί βαθιά: Επιπόλαιη αμυχή. 2. μτφ., που δεν εμβαθύνει, αλαφρόμυαλος, άστατος, αστόχαστος: Επιπόλαιη γυναίκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»